ἀνεπισκόπητος

ἀνεπισκόπητος
ἀνεπισκόπητος
unregarded
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανεπισκόπητος — ἀνεπισκόπητος, ον (Μ) 1. αυτός που δεν τον φροντίζουν, παραμελημένος 2. ανεξιχνίαστος, ανεξερεύνητος 3. ανεξάρτητος από την επισκοπική εξουσία …   Dictionary of Greek

  • ἀνεπισκόπητον — ἀνεπισκόπητος unregarded masc/fem acc sg ἀνεπισκόπητος unregarded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισκοπήτους — ἀνεπισκόπητος unregarded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισκόπητα — ἀνεπισκόπητος unregarded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισκόπητοι — ἀνεπισκόπητος unregarded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”